κεφαλιάτικο

κεφαλιάτικο
το подушный налог

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κεφαλιάτικο" в других словарях:

  • κεφαλιάτικος — η, ο 1. αυτός που αναφέρεται στον υπολογισμό κατ άτομο. 2. το ουδ., κεφαλιάτικο ως ουσ., σημαίνει κεφαλικός φόρος, χαράτσι: Οι Έλληνες έδιναν κεφαλιάτικο στους Τούρκους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κεφαλιάτικος — η, ο 1. αυτός που αναφέρεται στον κατ άτομο υπολογισμό 2. το ουδ. ως ουσ. το κεφαλιάτικο ο κεφαλικός φόρος, το χαράτσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφάλι + κατάλ. ιάτικος (πρβλ. ανοιξιάτικος, μην ιάτικος)] …   Dictionary of Greek

  • κεφαλιτιών — και κεφαλητιών, ό, και κεφαλιτιόνα, ἡ (Μ) κεφαλικός φόρος, κεφαλιάτικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + επίθημα ιτιών / ιτιόνος. Απόδοση στην ελλ. τού λατ. ομωνύμου capit atio] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»